κλυούσᾳ

κλυούσᾳ
κλυούσᾱͅ , κλύω
hear
aor part act fem dat sg (doric)
κλυούσᾱͅ , κλύω
hear
pres part act fem dat sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλυοῦσα — κλύω hear aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύουσα — κλύω hear pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυούσαι — κλυούσᾱͅ , κλύω hear aor part act fem dat sg (doric) κλυούσᾱͅ , κλύω hear pres part act fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυοῦσ' — κλυοῦσα , κλύω hear aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κλυοῦσι , κλύω hear aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κλυοῦσαι , κλύω hear aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύουσ' — κλύουσα , κλύω hear pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κλύουσι , κλύω hear pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κλύουσι , κλύω hear pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κλύουσαι , κλύω hear pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …   Dictionary of Greek

  • κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην …   Dictionary of Greek

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”